κούρβος

κούρβος
κοῡρβος, ὁ (Μ)
καμπύλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. curvus «καμπύλος, κυρτός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κουρβούλα — κουρβούλα, ἡ (Μ) [κούρβος] κούρβουλο, κορμός αμπέλου …   Dictionary of Greek

  • κουρβούλι — κουρβούλι, τὸ (Μ) [κούρβος] κούρβουλο, κορμός αμπέλου …   Dictionary of Greek

  • κούρβουλο — το (Μ κούρβουλον) κορμός κλήματος νεοελλ. 1. αποξηραμένος κορμός κλήματος που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη, κούτσουρο αμπέλου 2. ο κορμός κάθε δένδρου 3. (κατ επέκτ.) το όλο φυτό, το κλήμα 4. μτφ. αδρανής, ξερός, ακίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κούρβος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”